- θανατοφοβία
- ölüm korkusu
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
θανατοφοβία — η παθολογικός, νοσηρός φόβος τού θανάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thanatophobia < thanato (πρβλ. θάνατος) + phobia (πρβλ. φοβία < φόβος)] … Dictionary of Greek
θανατοφοβία — η (ιατρ.), ψυχική πάθηση από υπερβολικό και νοσηρό φόβο του θανάτου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-φοβία — ΝΑ β συνθετικό πολλών αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που είτε σχηματίστηκαν από επίθετα σε φόβος (< φόβος, πρβλ. ανθρωποφοβία, αφοβία, κενοφοβία, ξενοφοβία, σκιοφοβία, υδροφοβία, φωτοφοβία, ψυχροφοβία) είτε απευθείας από το αφηρημένο ουσιαστικό… … Dictionary of Greek
νεκροφοβία — η ιατρ. φόβος, συνήθως παθολογικός, για τους νεκρούς, ο οποίος διακρίνεται από τη θανατοφοβία, η οποία είναι παθολογικός φόβος για τον θάνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. necrophobia < necro (< νεκρός) + phobia (< φοβία <… … Dictionary of Greek